- παρειμένως
- επίρρ. Α1. παραμελημένα, χωρίς φροντίδα2. παραλυμένα, με παράλυση («παρειμένως ἔχω» — είμαι παράλυτος).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του παρίημι «αφήνω, παραμελώ» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρειμένως — παρέζομαι sit beside perf part mp masc acc pl (doric) παρειμένως remissly indeclform (adverb) παρίημι let fall at the side perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)